σιμοτινός

σιμοτινός
-ή, -ο Ν
κοντινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμά «κοντά» + κατάλ. -ινός*, κατά τα επίθ. που δηλώνουν τόπο. Η παρουσία τού -τ- οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το συνών. κοντινός (< κοντά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”